Το πρόβλημα της Ινδίας με την πανδημία

Κοσμάς Πανταζόπουλος, Κωνσταντίνος Νικ. Συρίγος

Οι επιστήμονες εργάζονται για να κατανοήσουν αρκετές παραλλαγές του  κορανοϊού που κυκλοφορούν τώρα στην Ινδία, όπου ένα άγριο δεύτερο «κύμα» COVID-19 βρήκε τη χώρα απροετοίμαστη έχοντας καταστροφικές επιδράσεις στο έθνος. Η χώρα κατέγραψε σχεδόν 400.000 νέες μολύνσεις στις 9 Μαΐου, ξεπερνώντας συνολικά τα  22 εκατομμύρια κρούσματα. Οι ιατροί της Γ’ Πανεπιστημιακής Παθολογικής κλινικής του Νοσοκομείου «Η ΣΩΤΗΡΙΑ», ενός από τα νοσοκομεία που δέχτηκε το μεγαλύτερο όγκο ασθενών της πανδημίας, με επιβλέποντα τον Καθηγητή κο Συρίγο Κωνσταντίνο, καταγράφει τα νεότερα δεδομένα όπως αυτά αποτυπώνονται σε πρόσφατη δημοσίευση στο Nature

(https://doi.org/10.1038/d41586-021-01274-7)

Αυξανόμενα είναι τα στοιχεία  ,ότι η παραλλαγή που εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Ινδία, μπορεί να είναι πιο μεταδοτική από τις υπάρχουσες παραλλαγές, ίσως να προκαλεί πιο σοβαρή ασθένεια και μπορεί να είναι πιο ανθεκτική στην ανοσιακή απάντηση. Ερευνάται επίσης   αν αυτή η παραλλαγή,  όπως και άλλες, οδηγεί το δεύτερο κύμα και τι είδους κίνδυνο ενέχει  για την παγκόσμια κοινότητα. Σε λίγες μόνο εβδομάδες, η παραλλαγή B.1.617 έχει γίνει το κυρίαρχο στέλεχος σε ολόκληρη την Ινδία και έχει εξαπλωθεί σε περίπου 40 έθνη, συμπεριλαμβανομένων του Ηνωμένου Βασιλείου, των Φίτζι και της Σιγκαπούρης.

Πριν από δύο εβδομάδες, πολλές παραλλαγές του ιού φαίνονταν να είναι υπεύθυνες για την έκρηξη κρουσμάτων στην Ινδία. Οι αναλύσεις του  γονιδιώματος του ιού  έδειξε ότι το B.1.1.7, το οποίο αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο, κυριαρχούσε στο Δελχί και την πολιτεία Punjab, και μια νέα παραλλαγή με το όνομα B.1.618 ήταν παρούσα στη Δυτική Βεγγάλη. Τελικά το  Β.1.617 κυριάρχησε στη Maharashtra και από τότε, έχει ξεπεράσει το B.1.618 στη Δυτική Βεγγάλη, κι έχει γίνει η κορυφαία παραλλαγή σε πολλές πολιτείες ενώ αυξάνεται ραγδαία στο Δελχί. 

Τη Δευτέρα 10/5/21  ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) όρισε το Β.1.617 ως «παραλλαγή ανησυχίας». Οι μεταλλάξεις  ταξινομούνται με αυτόν τον τρόπο όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι εξαπλώνονται ταχύτερα, προκαλούν πιο σοβαρή ασθένεια ή η προηγουμένως αποκτηθείσα ανοσία είναι ανεπαρκής για αυτές. Στις 7 Μαΐου, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου έχει ήδη δηλώσει τον υπότυπο B.1.617.2 άλλη  μια «παραλλαγή ανησυχίας» στο Ηνωμένο Βασίλειο η οποία έχει προκαλέσει  αύξηση των  καταγεγραμμένων μολύνσεων  στη χώρα από 202 σε 520 σε μία εβδομάδα.

Αρκετές άλλες παραλλαγές του ιού  είχαν σημαντικό αντίκτυπο παγκοσμίως. Αυτές ήταν η  B.1.351, η οποία  εντοπίστηκε στη Νότια Αφρική στα τέλη του 2020 ·  με το εμβόλιο της AstraZeneca να είναι λιγότερο αποτελεσματικό έναντι αυτής. Ομοίως, η παραλλαγή P.1, συνέβαλε σε ένα σημαντικό δεύτερο κύμα στη Βραζιλία στις αρχές του έτους. Και το εξαιρετικά μεταδοτικό στέλεχος B.1.1.7 εμφανίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο στα τέλη του 2020 και οδήγησε σε αύξηση των περιπτώσεων εκεί και αλλού.

Ινδοί επιστήμονες εντόπισαν για πρώτη φορά το Β.1.617 σε μερικά δείγματα τον Οκτώβριο.  Μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου, αντιπροσώπευε το 60% των περιπτώσεων στην Maharashtra .

Σε μια λεπτομερή γονιδιωματική και δομική ανάλυση του Β.1.617 που δημοσιεύτηκε από ερευνητές στην Ινδία, αρχικά στις 3 Μαΐου, οι επιστήμονες εντόπισαν οκτώ μεταλλάξεις στην πρωτεΐνη του ιού, μέσω της οποίας εισέρχεται  στα κύτταρα. Δύο από αυτές μοιάζουν με μεταλλάξεις οι οποίες  έχουν επιτρέψει στον ιό   να γίνει πιο μεταδοτικός και το ένα τρίτο μοιάζει με μια μετάλλαξη που μπορεί να επέτρεπε στο P.1 να αποφεύγει την ανοσιακή απάντηση του ανθρώπου.

Μια ομάδα επιστημόνων  στη Γερμανία, έδειξε  ότι το Β.1.617 έχει μεγαλύτερη ικανότητα εισόδου  σε ανθρώπινα  κύτταρα εντέρου και πνεύμονα στο εργαστήριο αλλά δεν είναι σαφές αν αυτό κάνει το στέλεχος  πιο ικανό για εξάπλωση.

 Επίσης σε μικρές μελέτες σε ζώα δείχνουν ότι θα μπορούσε να προκαλέσει πιο σοβαρή ασθένεια με προδημοσιευμένα στοιχεία  ότι χάμστερ που είχαν μολυνθεί με Β.1.617 παρουσίαζαν περισσότερες φλεγμονώδεις αλλοιώσεις  στους πνεύμονές τους συγκριτικά με  ζώα που είχαν μολυνθεί με άλλες παραλλαγές. Ωστόσο «είναι δύσκολο να γίνει προσομοίωση  από χάμστερ στους ανθρώπους» σύμφωνα με τους ερευνητές και σίγουρα χρειάζονται περισσότερα δεδομένα σχετικά με τη σοβαρότητα της νόσου σε ανθρώπους.

Μια άλλη έρευνα από το ίδιο εργαστήριο του Ravindra Gupta, ιολόγου στο Πανεπιστήμιο του Cambridge του Ηνωμένου Βασιλείου, ανακάλυψε ότι τα εξουδετερωτικά αντισώματα που δημιουργήθηκαν από τα εμβολιασμένα άτομα ήταν περίπου 80% λιγότερο ισχυρά έναντι μερικών από τις μεταλλάξεις στο Β.1.617, χωρίς αυτό να καθιστά τον εμβολιασμό αναποτελεσματικό. Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι ορισμένοι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας στο Δελχί που είχαν εμβολιαστεί με το Covishield, μια ινδική έκδοση του εμβολίου Oxford-AstraZeneca, είχαν μολυνθεί εκ νέου, με τις περισσότερες περιπτώσεις να συνδέονται με το Β.1.617.

Ομοίως, η γερμανική ομάδα που εξέτασε  ορούς από 15 άτομα που είχαν προηγουμένως μολυνθεί με SARS-CoV-2 , διαπίστωσε ότι τα αντισώματά τους εξουδετερώνουν το Β.1.617 περίπου 50% λιγότερο αποτελεσματικά. Όταν εξέτασαν ορό από συμμετέχοντες που είχαν δύο δόσεις  του εμβολίου Pfizer, διαπίστωσαν ότι τα αντισώματα ήταν περίπου 67% λιγότερο ισχυρά έναντι του Β.1.617.

Δύο άλλες μικρές μελέτες, μία από την ομάδα του Yadav που δοκιμάζει το εμβόλιο Covaxin που έκανε η ινδική εταιρεία Bharat Biotech στο Χαϊντεραμπάντ, και μια ακόμη μη δημοσιευμένη μελέτη για το Covishield, έδειξε ότι τα εμβόλια συνεχίζουν να λειτουργούν. Ωστόσο, ο Yadav παρατήρησε μικρές πτώσεις στην αποτελεσματικότητα των εξουδετερωτικών αντισωμάτων που δημιουργούνται από το εμβόλιο Covaxin.

Συμπερασματικά οι επιστήμονες σημειώνουν  ότι τα πειράματα στον ορό δεν είναι πάντα ένας καλός οδηγός για το εάν μια παραλλαγή μπορεί να είναι ανθεκτική στον εμβολιασμό  στον πραγματικό κόσμο. Τα εμβόλια μπορεί να προκαλέσουν την παραγωγή τεράστιων ποσοτήτων αντισωμάτων κι επομένως η μείωση της δραστικότητας μπορεί να μην είναι σημαντική. Παράδειγμα, η παραλλαγή Β.1.351 η οποία ενώ έχει συνδεθεί με απότομη πτώση στην ισχύ εξουδετερωτικών αντισωμάτων, οι μελέτες σε ανθρώπους υποδηλώνουν ότι πολλά εμβόλια παραμένουν εξαιρετικά αποτελεσματικά έναντι αυτής της παραλλαγής, ιδιαίτερα στην πρόληψη εμφάνισης  σοβαρής νόσου. Για αυτούς τους λόγους, τα εμβόλια είναι πιθανό να παραμείνουν αποτελεσματικά έναντι του Β.1.617 και να περιορίσουν τη σοβαρή ασθένεια. «Το εμβόλιο εξακολουθεί να λειτουργεί», λέει ο Yadav. «Εάν εμβολιαστείς,« θα προστατευτείς και η σοβαρότητα θα είναι μικρότερη ».