Ο κίνδυνος από λοίμωξη COVID-19 μπορεί να μειωθεί από τον εμβολιασμό κατά της εποχικής γρίπης;

Κωνσταντίνος Νικ. Συρίγος

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι υπάρχει αξιοσημείωτη μείωση των περιστατικών της εποχικής γρίπης.

Ήταν αναμενόμενο λοιπόν να διατυπωθούν ερωτήματα στην επιστημονική κοινότητα σχετικά με το αν ο εμβολιασμός κατά της γρίπης μπορεί να επηρεάζει την υποδεκτικότητα στη λοίμωξη COVID-19 αλλά και τη βαρύτητα της λοίμωξης.

Η καρδιαγγειακή νόσος, ο σακχαρώδης διαβήτης και η παχυσαρκία είναι γνωστοί παράγοντες κινδύνου για τη λοίμωξη COVID-19. Οι ίδιοι παράγοντες έχει αποδειχθεί ότι σχετίζονται και με κάποιες σοβαρές επιπλοκές της γρίπης, πράγμα που καθιστά τον εμβολιασμό απαραίτητο σε αυτές τις ομάδες πληθυσμού.

Με το σκεπτικό αυτό οργανώθηκε μία αναδρομική μελέτη σε 4,5 εκατομμύρια φακέλους ασθενών που εμβολιάστηκαν κατά της γρίπης στο Michigan, από τον Αύγουστο του 2019 έως  και τον Ιούλιο του 2020. Η υπόθεση προς διερεύνηση ήταν να μελετηθεί εάν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ ενός θετικού τεστ COVID-19 και προηγούμενου εμβολιασμού εναντίον της γρίπης.

Οι ιατροί της Γ’ Πανεπιστημιακής Παθολογικής κλινικής του Νοσοκομείου «Η ΣΩΤΗΡΙΑ», ενός από τα νοσοκομεία που δέχεται το μεγαλύτερο όγκο ασθενών της πανδημίας και ξεκίνησε τους εμβολιασμούς στην Ελλάδα, με επιβλέποντα τον Καθηγητή κο Συρίγο Κωνσταντίνο, καταγράφουν αυτά τα  ερωτήματα και τις σκέψεις όπως αυτά αποτυπώνονται σε πρόσφατες δημοσιεύσεις.

Η μελέτη αυτή προέβλεπε να αναλυθούν τα κλινικά χαρακτηριστικά της λοίμωξης, όπως η ανάγκη για νοσηλεία, νοσηλεία σε μονάδα εντατικής θεραπείας, υποστήριξη με μηχανικό αερισμό και η θνητότητα γενικότερα, σε όσους ασθενείς βγήκαν θετικοί στον ιό SARS-CoV-2.

Συνολικά ελέγχθηκαν 27.202 ασθενείς για COVID-19, εκ των οποίων οι 1.218 (4,5%) ήταν θετικοί ενώ οι 12.997 (47,8%) είχαν εμβολιαστεί κατά της γρίπης.

Ανάμεσα στους θετικούς ασθενείς, οι 505 (41,5%) χρειάστηκαν νοσηλεία και 182 (36%) είχαν ανάγκη για μηχανικό αερισμό. Οι ασθενείς που βρέθηκαν θετικοί είχαν συχνότερα ποσοστά συννοσηρότητας, όπως χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (19,8% έναντι 14,6%), σακχαρώδη διαβήτη (8,5% έναντι 2,9%) και αρτηριακή υπέρταση (36% έναντι 22,5%).

Σε ασθενείς που είχαν εμβολιαστεί για τη γρίπη, αρχικά υπήρχε σημαντική μείωση στην πιθανότητα να βρεθούν θετικοί για τον ιό SARS-CoV-2 (odds ratio OR=0.82, 95% Cl 0.73-0.92, p<0.01). Επίσης αποδείχθηκε ότι είχαν λιγότερες πιθανότητες να χρειαστούν νοσηλεία (OR=0.58), ή μηχανική υποβοήθηση της αναπνοής (OR=0.45), ενώ είχαν και μικρότερο χρονικό διάστημα νοσηλείας (OR=0.76).

Ερμηνεύοντας τα δεδομένα αυτά, οι συγγραφείς υποστήριξαν ότι ο εμβολιασμός για τη γρίπη είναι προστατευτικός για τη λοίμωξη COVID-19, όμως λόγω της αναδρομικής φύσης των δεδομένων δεν μπορούν να επιβεβαιώσουν συσχέτιση.

Κατέληξαν λοιπόν στο συμπέρασμα ότι μέχρι να μπορέσει να γίνει με ικανοποιητικό ρυθμό μαζικός ο εμβολιασμός και για τον COVID-19, ο εμβολιασμός για τη γρίπη θα πρέπει να προωθείται σε άτομα με υποκείμενα νοσήματα, παράγοντες κινδύνου αλλά και στον γενικό πληθυσμό.