Οι εμβολιασμοί προχωρούν με σχετικά γρήγορους ρυθμούς και οι πρώτοι που εμβολιάσθηκαν έχουν συμπληρώσει ήδη κάποιους μήνες, γεγονός που επιτρέπει στην επιστημονική κοινότητα να μελετήσει σημαντικά στοιχεία σχετικά με τα εμβόλια.
Ένα εξαιρετικά σημαντικό θέμα είναι η διάρκεια της ανοσοποίησης από τα εμβόλια και τώρα πια είναι δυνατόν αυτή να διερευνηθεί και να καταγραφούν χρήσιμα δεδομένα.
Οι ιατροί της Γ’ Πανεπιστημιακής Παθολογικής κλινικής του Νοσοκομείου «Η ΣΩΤΗΡΙΑ», ενός από τα νοσοκομεία που δέχτηκε το μεγαλύτερο όγκο ασθενών της πανδημίας, με επιβλέποντα τον Καθηγητή κο Συρίγο Κωνσταντίνο, καταγράφει τα νεότερα αυτά δεδομένα:
Τα ευρήματα κλινικών μελετών των εμβολίων Pfizer, Moderna και Johnson & Johnson δείχνουν ότι η προστασία των εμβολίων διαρκεί τουλάχιστον τρεις μήνες. Η επιστημονική κοινότητα όμως εκτιμά ότι αυτό το χρονικό διάστημα αναμένεται να είναι πολύ μεγαλύτερο, χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί το πόσο μεγαλύτερο, αφού διαφοροποιείται από άνθρωπο σε άνθρωπο και είναι ανάλογο με την ανοσολογική απόκριση στο εμβόλιο. Αν γίνει αποδεκτή η υπόθεση ότι η ανοσία που παρέχουν τα εμβόλια θα είναι τουλάχιστον έξι με οκτώ μήνες και εάν η ανοσία έναντι του SARS-CoV-2 είναι παρόμοια με άλλων κορωνοϊών, όπως το κοινό κρυολόγημα, τότε η προστασία μπορεί να επαρκεί και για ένα ή και για δύο έτη πριν χρειαστεί κάποια δόση ενίσχυσης.
Τα δεδομένα μελετών που έχουν καταγραφεί σχετικά με ασθενείς που νόσησαν με λοίμωξη COVID-19, έδειξαν ότι η ανοσιακή επάρκεια διήρκεσε για παραπάνω από οκτώ μήνες. Η επάρκεια της ανοσίας ως ανταπόκριση στο εμβόλιο αναμένεται να είναι διαφορετική σε σχέση με τη φυσική ανοσία της λοίμωξης. Οι ασθενείς που είχαν βαρύτερη νόσηση, φαίνεται να έχουν ισχυρότερη ανοσιακή απάντηση σε σύγκριση με όσους νόσησαν πιο ήπια. Έτσι, επειδή η ανοσία που προκύπτει από το εμβόλιο προσομοιάζει με την ανοσία που έχει προκύψει μετά από νόσηση με την σοβαρότερη μορφή της λοίμωξης, είναι πιθανό πολλοί εμβολιασμένοι να έχουν καλύτερη ανοσία από τους περισσότερους που νόσησαν.
Με την πάροδο του χρόνου είναι αναμενόμενο τα αντισώματα σταδιακά να πέσουν και όταν ξεπεράσουν το όριο ασφαλείας το άτομο να είναι ξανά επίνοσο. Είναι πιθανόν όμως μία νέα λοίμωξη να είναι πιο ήπια. Ο λόγος που οδηγεί σε αυτήν την υπόθεση είναι ότι τα Β κύτταρα μνήμης που παραμένουν στον οργανισμό, μπορούν δυνητικά να παράγουν εκ νέου αντισώματα όταν εκτεθούν στον ιό αλλά και να προσαρμοστούν πιο γρήγορα σε ένα διαφορετικό στέλεχος αυτού, προσφέροντας έτσι μία χρονικά παρατεταμένη ασφάλεια, τουλάχιστον από τη σοβαρότερη μορφή της λοίμωξης.
Αυτό που είναι σημαντικό να εξακριβωθεί από τους ειδικούς είναι το όριο κάτω από το οποίο τα αντισώματα δεν θα είναι αρκετά πλέον ώστε να προσφέρουν επαρκή προστασία και θα είναι απαραίτητες δόσεις ενίσχυσης.
Οι εταιρείες Pfizer και Moderna έχουν σχεδιάσει ήδη και διενεργούν κλινικές μελέτες για να καθορίσουν πόσο θα παρατείνει την ανοσία μία δόση ενίσχυσης και πότε πρέπει να γίνει αυτή αλλά και κατά πόσο τα εμβόλια τους είναι αποτελεσματικά έναντι των νέων στελεχών. Η εταιρεία Johnson & Johnson δοκιμάζει την αποτελεσματικότητα του εμβολίου και σε δύο δόσεις.
Τα μέχρι τώρα δεδομένα πάντως δείχνουν ότι τα εμβόλια είναι αποτελεσματικά έναντι των περισσότερων μεταλλάξεων του ιού, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει αν ο ιός συνεχίζει να μεταλλάσσεται. Ο μόνος τρόπος να αναχαιτιστεί η διαρκής διαδικασία μετάλλαξης του ιού είναι ο γρήγορος ρυθμός εμβολιασμού του πληθυσμού, γιατί όσο ο ιός μπορεί να «κυκλοφορεί» σε ανεμβολίαστους ξενιστές, τόσο πιο εύκολα μπορεί να αναπτύσσει μεταλλάξεις με ανθεκτικότερα στελέχη.