Τα νεότερα δεδομένα σχετικά με την παρακολούθηση ασθενών που νόσησαν, όπως καταγράφονται από μελέτες που γίνονται παγκοσμίως έχουν ως εξής:
Μία πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη με δείγμα 478 ασθενών (JAMA. Published online March 17, 2021. doi:10.1001/jama.2021.3331) οι οποίοι επανεξετάσθηκαν 4 μήνες μετά τη νοσηλεία τους με λοίμωξη COVID-19, ανέφερε ότι τουλάχιστον το 51% αυτών εμφανίζει ένα σύμπτωμα που δεν υπήρχε πριν από την νόσησή τους. Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα ήταν κόπωση, γνωστικά προβλήματα και δύσπνοια. Μεταξύ των ασθενών που επέστρεψαν για περαιτέρω αξιολόγηση, η αξονική τομογραφία συχνά αποκάλυψε ανωμαλίες στους πνεύμονες, καθώς και ινωτικές βλάβες αυτών αλλά σε ένα μικρό αριθμό ασθενών. Αντίθετα η καρδιακή δυσλειτουργία ή η νεφρική ανεπάρκεια ήταν ασυνήθιστα. Σχεδόν όλοι οι ασθενείς παρουσίαζαν αντισώματα κατά του SARS-CoV-2.
Υπήρξαν σημαντικές ανησυχίες σχετικά με τις αναπνευστικές συνέπειες της λοίμωξης COVID-19.
Ωστόσο τα ευρήματα που καταγράφηκαν είναι τα παρακάτω:
- Παρουσία σοβαρής πνευμονικής διαταραχής ήταν σπάνια για τους στους ασθενείς της παρούσας μελέτης αν και όλοι είχαν βιώσει μια σοβαρή ή πολύ σοβαρή μορφή λοίμωξης COVID-19. Οι αξονικές τομογραφίες πνευμόνων, που διενεργήθηκαν σε όλους τους συμπτωματικούς ασθενείς και σε αυτoύς που είχαν διασωληνωθεί, παρουσίαζαν βλάβες με πιο συχνή την εικόνα θολής υάλου (ground-glass) σε πνευμονικά τμήματα, επιβεβαιώνοντας ευρήματα προηγούμενης μελέτης. Οι ινωτικές βλάβες, μετά από σοβαρή αρχική λοίμωξη, παρουσιάστηκαν μόνο στο 19% των ασθενών με αξονική τομογραφία (εύρυμα σύμφωνο με τα ευρύματα από 2 μικρότερες μελέτες κατά τις οποίες διενεργήθηκε αξονική τομογραφία 3 μήνες μετά την λοίμωξη COVID-19). Στην παρούσα ομάδα, οι ινωτικές αλλοιώσεις επηρέασαν λιγότερο από το 25% του πνευμονικού παρεγχύματος σε όλους εκτός από έναν ασθενή και εμφανίστηκαν σχεδόν αποκλειστικά σε ασθενείς με νοσηλεία σε ΜΕΘ. Αν και είναι πιθανό ορισμένοι ασθενείς να είχαν ήπιες ινωτικές βλάβες, επειδή δεν ανέφεραν δύσπνοια στην τηλεφωνική επικοινωνία δεν υποβλήθηκαν αξονική τομογραφία κι έτσι δεν επιβεβαιώθηκαν. Όμως αυτό αντιπροσωπεύει ένα μικρό ποσοστό από τους 478 ασθενείς που αξιολογήθηκαν.
- Η σοβαρή πνευμονική δυσλειτουργία ήταν ασυνήθιστη με αναφορά σε εμφάνιση μιας «νέας» δύσπνοιας στο 16% των ασθενών. Όμως αν επιβεβαιωθεί και σε άλλες μελέτες η παρουσία επίμονης δύσπνοιας, θα μπορούσε να είναι αποτελέσει κλινικά σημαντικό πρόβλημα, δεδομένου του μεγάλου αριθμού ασθενών με σοβαρή μορφή COVID-19 παγκοσμίως. Επιπλέον, αν και οι παρεγχυματικές βλάβες ήταν το πιο συνηθισμένο εύρημα, οι λειτουργικές διαταραχές της αναπνοής επιβεβαιώθηκαν με δοκιμή πρόκλησης υπεραερισμού σε 12% των ασθενών, ένα εύρημα που γνωρίζουμε ότι δεν έχει περιγραφεί προηγουμένως. Η διαταραχή της αναπνοής πιθανότατα δεν είναι ειδική για το COVID-19. Παρ 'όλα αυτά, μπορεί να αποτελεί συνέπεια της υπάρχουσας δύσπνοιας και της σοβαρότητας της υποξαιμίας που περιγράφεται σε ασθενείς με COVID-19 στην οξεία φάση.
- Στην παρούσα ομάδα, τα γνωσιακά προβλήματα, τα οποία αναφέρθηκαν μέσω τηλεφωνικής αξιολόγησης και επιβεβαιώθηκαν στα εξωτερικά ιατρεία, ήταν συχνά. Το 21% των ασθενών ανέφερε τουλάχιστον ένα σύμπτωμα γνωστικής δυσλειτουργίας και από αυτούς η διαταραχή γνωστικών δυσλειτουργιών επιβεβαιώθηκε στο 38% αυτών που αξιολογήθηκαν. Οι υποκείμενοι μηχανισμοί είναι άγνωστοι, αλλά αυτά τα συμπτώματα μπορεί να είναι συνέπεια βλάβης του κεντρικού νευρικού συστήματος από το SARS-CoV-2, όπως συμβαίνει άλλωστε και κατά τη διάρκεια άλλων ιογενών λοιμώξεων.
- Οι ψυχολογικές δοκιμασίες πραγματοποιήθηκαν μόνο σε ασθενείς που επέστρεψαν για αξιολόγηση στα εξωτερικά ιατρεία, καθιστώντας δύσκολο να προσδιοριστεί η πραγματική επίπτωση. Τα συμπτώματα άγχους βρέθηκαν στο 31% των ασθενών και τα συμπτώματα κατάθλιψης στο 21%. Αντίθετα, ο επιπολασμός των ψυχολογικών συμπτωμάτων σε ασθενείς που νοσηλεύθηκαν σε ΜΕΘ και αξιολογήθηκε συστηματικά σε κλινικές για εξωτερικούς ασθενείς, ήταν σημαντικός. Αυτά τα συμπτώματα φαίνεται να ήταν λιγότερο κοινά στους ασθενείς με νοσηλεία σε ΜΕΘ από ό, τι στον συνολικό εκτιμηθέντα πληθυσμό. Οι ψυχολογικές επιπτώσεις μετά νοσηλεία σε ΜΕΘ έχουν ήδη περιγραφεί παλαιότερα.
- Παρόλο που η ηχο-καρδιογραφική αξιολόγηση της καρδιακής λειτουργίας πραγματοποιήθηκε μόνο σε ασθενείς με νοσηλεία σε ΜΕΘ και σε ασθενείς με συμπτώματα, η συστολική δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας ήταν σπάνια και βρέθηκε αποκλειστικά σε ασθενείς με νοσηλεία σε ΜΕΘ. Ωστόσο ένας σημαντικός περιορισμός στην εκτίμηση των καρδιακών εκδηλώσεων ήταν το ότι η καρδιακή λειτουργία πριν από το COVID-19 δεν ήταν γνωστή. Παρ’ όλ’ αυτά, τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι πιθανή καρδιακή βλάβη από το COVID-19 δεν αποτελεί συχνή επιπλοκή. Ασθενείς με σοβαρή καρδιακή βλάβη που οδηγεί σε θάνατο εντός 4 μηνών θα είχαν αποκλειστεί από αυτήν τη μελέτη.
Η μελέτη αυτή έχει και άλλους περιορισμούς:
- Πρώτον, αυτή η έρευνα ήταν μια μη ελεγχόμενη μελέτη σε ομάδα, στην οποία αποκλείστηκε η σύγκριση με τον επιπολασμό παρόμοιων ευρημάτων σε ασθενείς που δεν νόσησαν από COVID-19.
- Δεύτερον, αυτή η μελέτη πραγματοποιήθηκε κατά τους πρώτους μήνες της επιδημίας όταν δεν χρησιμοποιούνταν συστηματικά κορτικοστεροειδή, αντιπηκτική αγωγή σε υψηλότερες δόσεις και θεραπεία με ανοσοτροποιητικά και αντιϊκά φάρμακα.
- Τρίτον, η απουσία αξιολόγησης με ομάδα ελέγχου εκτός COVID-19 ή ακόμη και προ-COVID-19 στους ίδιους ασθενείς που εξετάσθηκαν, περιορίζει την δυνατότητα μας να συμπεράνουμε ότι τα ευρήματα μετά από 4 μήνες σχετίζονται με το COVID-19.
- Τέταρτον, πολλοί ασθενείς οι οποίοι κλήθηκαν να συμμετάσχουν αρνήθηκαν τόσο τις τηλεφωνικές αξιολογήσεις όσο και τις αξιολογήσεις μετά από επίσκεψη στο νοσοκομείο. Είναι πιθανό οι ασθενείς που δεν συμμετείχαν να είχαν λιγότερα συμπτώματα από αυτούς που το έκαναν.
Συμπερασματικά, τέσσερις μήνες μετά από τη νοσηλεία για λοίμωξη από COVID-19, μια ομάδα ασθενών ανέφερε συχνά συμπτώματα που δεν υπήρχαν στο παρελθόν και οι διαταραχές στους πνεύμονες ήταν συχνές μεταξύ εκείνων που υποβλήθηκαν σε αξιολόγηση. Αυτά τα ευρήματα περιορίζονται από την απουσία μιας ομάδας ελέγχου και των εκτιμήσεων πριν από την νόσηση με λοίμωξη COVID-19 σε αυτήν την ίδια ομάδα και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την κατανόηση των μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων και κατά πόσον αυτά τα ευρήματα αντικατοπτρίζουν τις συσχετίσεις με την ασθένεια.