Περισσότεροι από 170 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μολυνθεί παγκόσμια με τις επαναμολύνσεις με SARS-CoV-2 σε αυτούς που έχουν νοσήσει να είναι ασυνήθιστες.
Οι ιατροί της Γ’ Πανεπιστημιακής Παθολογικής κλινικής του Νοσοκομείου «Η ΣΩΤΗΡΙΑ», ενός από τα νοσοκομεία που δέχτηκε το μεγαλύτερο όγκο ασθενών της πανδημίας και ξεκίνησε τους εμβολιασμούς στην Ελλάδα, με επιβλέποντα τον Καθηγητή κο Συρίγο Κωνσταντίνο, καταγράφει τα αποτελέσματα μελέτης παρατήρησης στην γειτονική μας Ιταλία όπως αυτά δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό JAMA Intern. Med. ( Published online May 28, 2021. doi:10.1001/jamainternmed.2021.2959).
Ο κίνδυνος μιας δεύτερης μόλυνσης στα άτομα που έχουν αναρρώσει από το COVID-19 έχει καθοριστική σημασία για τη βελτίωση της διαχείρισης της καραντίνας και τη βελτιστοποίηση της τρέχουσας εκστρατείας εμβολιασμού. Το ποσοστό επαναμόλυνσης μεταξύ των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης έχει αναφερθεί και παλαιότερα, αλλά το ποσοστό της επαναμόλυνσης στον γενικό πληθυσμό είναι λιγότερο σαφές.
Διερευνήθηκε λοιπόν η συχνότητα εμφάνισης πρωτογενούς λοίμωξης και επανεμφάνισης SARS-CoV-2 , μεταξύ ατόμων ,τα οποία κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας στην Ιταλία (Φεβρουάριος έως Ιούλιος 2020), είχαν υποβληθεί σε διαγνωστική αλυσιδωτή αντίδραση αντίστροφης-μεταγραφάσης-πολυμεράσης (PCR). Συμπεριλήφθηκαν σε αυτή τη μελέτη παρατήρησης συμπτωματικοί και ασυμπτωματικοί ασθενείς οποιασδήποτε ηλικίας, οι οποίοι ελέγχθηκαν σε διάφορα προγράμματα ανίχνευσης και παρακολούθησης μετά από στενή επαφή με νοσούντα.
Το εργαστήριο , το οποίο ασχολήθηκε με την ανάλυση και παρατήρηση των ευρημάτων , εξυπηρετεί 4 νοσοκομεία (1400 κρεβάτια) και μία από τις περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο στη Λομβαρδία της Ιταλίας, αριθμώντας ένα σύνολο 122 007 δοκιμαστικών ελέγχων με PCR.
Οι μελετητές χώρισαν δυο ομάδες: η μια αφορούσε τις περιπτώσεις ασθενών με λοίμωξη ,με θετική PCR, και η δεύτερη ομάδα, η ομάδα ελέγχου, συμπεριέλαβε άτομα χωρίς μόλυνση, με αρνητική PCR , σε συμφωνία με τους ορισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Οι λοιμώξεις καθορίστηκαν από μια δεύτερη θετική RT-PCR ,η οποία πραγματοποιήθηκε 90 ημέρες μετά από την πλήρη ανάρρωση ασθενών με πρωτολοίμωξη από SARS-CoV-2 .Κατά το διάστημα των 90 ημερών μεταξύ των επεισοδίων υπήρχαν τουλάχιστον 2 διαδοχικά αρνητικά αποτελέσματα των δοκιμαστικών ελέγχων . Το χρονικό διάστημα των 90 ημερών αποφασίστηκε με βάση αναφορές επιμονής του ιού RNA έως 12 εβδομάδες.
Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν 59 (40-78) έτη και οι περισσότεροι ασθενείς ζούσαν γεωγραφικά στη βιομηχανική περιοχή του Legnano.
Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης (μέσος όρος 280 ημέρες) 5 επαναμολύνσεις επιβεβαιώθηκαν στην ομάδα των 1579 θετικών ασθενών. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ασθενείς αξιολογήθηκαν, υποβλήθηκαν σε θεραπεία και παρακολουθήθηκαν είτε σε νοσοκομεία είτε ως εξωτερικοί ασθενείς . Μόνο ένας νοσηλεύτηκε ενώ 4 ασθενείς είχαν στενή σχέση με υγειονομικές εγκαταστάσεις (2 ασθενείς εργάζονταν σε νοσοκομεία, 1 ασθενής υποβαλλόταν σε μεταγγίσεις κάθε εβδομάδα και 1 ασθενής ήταν τρόφιμος γηροκομείου). Το μέσο διάστημα μεταξύ της πρωτογενούς λοίμωξης και της επαναμόλυνσης ήταν μεγαλύτερο από 230 (90) ημέρες.
Από 13 496 άτομα που αρχικά δεν είχαν μολυνθεί με SARS-CoV-2, οι 528 μολύνθηκαν κατά τη διάρκεια του διαστήματος της μελέτης. Η πυκνότητα της επίπτωσης ανά 100.000 ανθρωποημέρες ήταν 1,0 για τις επαναμολύνσεις συγκριτικά με τις 15,1 για νέες λοιμώξεις κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης .Η διαφορά μετά τη στατιστική ανάλυση ήταν σημαντική .
Συμπερασματικά τα αποτελέσματα της μελέτης υποδηλώνουν ότι οι επαναμολύνσεις παρουσιάζουν μικρότερο κίνδυνο επανεμφάνισης αποτελώντας σπάνια συμβάντα για τους ασθενείς που έχουν αναρρώσει από το COVID-19. Η φυσική ανοσία στο SARS-CoV-2 φαίνεται να παρέχει προστατευτικό αποτέλεσμα για τουλάχιστον ένα χρόνο, κάτι που είναι παρόμοιο με την προστασία που αναφέρεται σε πρόσφατες μελέτες για τα εμβόλια. Ωστόσο, η παρατήρηση των ασθενών τελείωσε το Φεβρουάριο του 2021 πριν αρχίσουν να εξαπλώνονται οι παραλλαγές SARS-CoV-2 κι έτσι είναι άγνωστο πόσο καλά προστατεύει φυσική ανοσία στον ιό έναντι των εμφανιζόμενων νέων παραλλαγών.