Το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19 κινητοποίησε άμεσα τους επιστήμονες και ιατρούς για την μελέτη των επιπτώσεων του ιού γενικότερα στην υγεία τω ατόμων που θα προσβληθούν. Πολύ σύντομα διαπιστώθηκε ότι ο ιός SARS-CoV-2 δεν προκαλεί μόνο την γνωστή σε όλους πια ιογενή πνευμονία αλλά επηρεάζει με διάφορους τρόπους την ομαλή λειτουργία και του καρδιαγγειακού συστήματος. Από την αρχή της πανδημίας, πολλές μελέτες υποστήριξαν ότι η Αρτηριακή Υπέρταση και η θεραπευτική της αντιμετώπιση με αναστολείς του συστήματος ρενίνης, αγγειοτενσίνης και αλδοστερόνης, συχετίζονταν με αυξημένο κίνδυνο λοίμωξης, σοβαρών επιπλοκών και θανάτου από COVID-19.
Οι ιατροί της Γ’ Πανεπιστημιακής Παθολογικής κλινικής του Νοσοκομείου «Η ΣΩΤΗΡΙΑ», ενός από τα νοσοκομεία που δέχτηκε το μεγαλύτερο όγκο ασθενών της πανδημίας, με επιβλέποντα τον Καθηγητή κο Συρίγο Κωνσταντίνο, παρουσιάζουν συνοπτικά τα δεδομένα των μελετών αλλά και τις οδηγίες, που παρουσιάστηκαν από διεθνείς ιατρικές εταιρείες, όπως η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Υπέρτασης και Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία, και αφορούν τη σχέση της Αρτηριακής Υπέρτασης και των διάφορων θεραπειών της με τον κίνδυνο λοίμωξης COVID-19 αλλά και την πιθανή έκβαση αυτής.
Αρτηριακή Υπέρταση και λοίμωξη COVID-19
Στις αρχικές παρατηρήσεις που είχαν γίνει στην Κίνα είχε φανεί ότι η ΑΥ αποτελούσε μία από τις πιο συχνές συν-νοσηρότητες των ασθενών με λοίμωξη COVID-19 και σχετιζόταν με την αυξημένη ανάγκη αναπνευστικής υποστήριξης των ασθενών λόγω των σοβαρών αναπνευστικών επιπλοκών που παρουσίαζαν. Χρειάστηκε μια δεύτερη και πιο προσεκτική ανάλυση των μελετών από την οποία προέκυψε ότι ο σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση σοβαρών επιπλοκών και θανάτου σε ασθενείς με COVID-19 ήταν η μεγάλη ηλικία, στην οποία είναι αναμενόμενο να υπάρχει αυξημένος και ο επιπολασμός της Αρτηριακής Υπέρτασης ο οποίος κυμαίνεται από 50% έως και 80%. Τα δεδομένα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε στατιστική προσαρμογή των μοντέλων για την ηλικία και άλλους συγχυτικούς παράγοντες. Οι μελέτες συνεχίζονται αλλά μέχρι και αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα που να αποδεικνύουν ότι η Αρτηριακή Υπέρταση συσχετίζεται ως ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση σοβαρών επιπλοκών ή θανάτου από COVID-19 λοίμωξη.
Αντιϋπερτασική θεραπεία με αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (αΜΕΑ) και αποκλειστές των υποδοχέων αγγειοτενσίνης (ΑΥΑ)
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της Αρτηριακής Υπέρτασης με αΜΕΑ/ΑΥΑ αποτελεί την βάση για τον έλεγχο της, σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες. Από τις παρατηρήσεις που έγιναν μετά την εκδήλωση της πανδημίας όμως, άρχισαν να εκφράζονται έντονες ανησυχίες σχετικά με αυτήν την θεραπεία και ότι ενδεχομένως να αυξάνει και τον κίνδυνο λοίμωξης ή/και την ανάπτυξη σοβαρών επιπλοκών από COVID-19 λοίμωξη.
Οι ανησυχίες αυτές βασίζονται στην υπόθεση ότι η χορήγηση αΜΕΑ/ΑΥΑ αυξάνει τη συγκέντρωση του μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτενσίνης 2 (ΜΕΑ2) στον πνεύμονα, το οποίο αποτελεί υποδοχέα για την πρωτείνη S του SARS-COV-2 και διευκολύνει την είσοδο του ιού στα κύτταρα, την λοίμωξη από COVID-19 και επηρεάζει την έκβαση της νόσου. Η σχέση όμως χορήγησης αΜΕΑ/ΑΥΑ και συγκέντρωσης του ΜΕΑ2 στους ιστούς δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη, καθώς σε κάποιες πειραματικές μελέτες έχει παρατηρηθεί ότι οι αΜΕΑ/ΑΥΑ αυξάνουν τα επίπεδα ΜΕΑ2 κυρίως στον καρδιακό ιστό, αλλά δεν υπάρχουν μελέτες που να δείχνουν ότι οι αΜΕΑ/ΑΥΑ αυξάνουν τα επίπεδα του ΜΕΑ2 στον πνεύμονα πειραματόζωων ή σε ανθρώπινους ιστούς γενικά. Αντιθέτως, από πολλές μελέτες παρατήρησης δεν προέκυψαν δεδομένα που να αποδεικνύουν ότι η χορήγηση αΜΕΑ/ΑΥΑ σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο λοίμωξης ή/και σοβαρών επιπλοκών και θανάτου από COVID-19. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μία μελέτη σε διαβητικούς ασθενείς φάνηκε ότι οι αΜΕΑ/ΑΥΑ είχαν ευεργετική δράση στην έκβαση των ασθενών με COVID-19. Επίσης, σε κάποια πειραματικά μοντέλα με λοίμωξη από ιούς της γρίπης ή κορονοϊούς διαπιστώθηκε ότι η χορήγηση αΜΕΑ/ΑΥΑ και τα επίπεδα ΜΕΑ2 παρείχαν προστατευτική δράση στην πνευμονική βλάβη που προκαλούσαν οι ιοί. Τα μέχρι τώρα δεδομένα στρέφουν τις μελέτες που διεξάγονται να διερευνούν την πιθανή ευεργετική δράση των αΜΕΑ/ΑΥΑ και του ανασυνδυασμένου ΜΕΑ2 στις αναπνευστικές επιπλοκές του COVID-19.
Οδηγίες
Συνοψίζοντας τα μέχρι τώρα δεδομένα, προκύπτει ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να υποστηρίζουν την υπόθεση ότι η θεραπεία με αΜΕΑ/ΑΥΑ αυξάνει τον κίνδυνο προσβολής από την λοίμωξη COVID-19 και της εκδήλωσης σοβαρών επιπλοκών από αυτήν. Η φαρμακευτική αγωγή με αΜΕΑ/ΑΥΑ δεν πρέπει να διακόπτεται σε ασθενείς με COVID-19, αλλά να συνεχίζεται στις περιπτώσεις που υπάρχει ένδειξη σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες. Η αντιϋπερτασική θεραπεία πρέπει να διακόπτεται μόνο σε ασθενείς με αρτηριακή υπόταση ή οξεία νεφρική ανεπάρκεια.